στολισμός

στολισμός
Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες φυλές δεν φορούν ενδύματα. Ο σ. ήταν βασικά διακριτικός της κοινωνικής τάξης εκείνων που τον χρησιμοποιούσαν. Άλλος τρόπος σ., μόνιμος στην περίπτωση αυτή, ήταν η στίξη (τατουάζ) και οι παραμορφώσεις μελών του σώματος. Ο σ. του είδους είχε και μαγικό χαρακτήρα και χρησιμοποιείται και σήμερα από τους ιθαγενείς της Αυστραλίας και άλλες καθυστερημένες φυλές. Τρίτο είδος σ. είναι ο φορητός, ο σ. δηλαδή που χρησιμοποιεί διάφορα αντικείμενα, όπως δόντια, όστρακα και πέτρες. Εξέλιξη του είναι ο σ. με κοσμήματα, που έχει φετιχιστικές ρίζες. Ο φορητός σ., σε ορισμένες φυλές, συμπληρώνεται με χρωστικές ουσίες σε διάφορα μέρη του σώματος. Η μελέτη του σ. των πρωτόγονων λαών έφερε στο φως πολύτιμες πληροφορίες για την όλη κοινωνική τους διάρθωση. Ένα από τα πρώτα «πεδία» σ. ήταν τα μαλλιά, που πολλές φυλές, αμερικανοϊνδικές, μαλαιικές, μογγολοειδείς, τα πλέκουν σε διάφορου τύπου κοτσίδες. Οι πρωτόγονοι λαοί στολίζουν επίσης το θώρακα, την κοιλιά, τα πόδια και τα χέρια τους, με διάφορα αντικείμενα, βραχιόλια και δαχτυλίδια, ενώ για τα κεφάλια τους έχουν επινοηθεί πολλών τύπων διαδήματα. Χρησιμοποιούν επίσης συχνά περούκες, τρυπούν τη μύτη τους και κρεμούν στολίδια, χώρια από τα στολίδια των αυτιών. Ο πιο φτωχός σ. πρωτόγονων φυλών είναι των Πυγμαίων, των Οτεντότων και των Μπουσμάνων. Αντίθετα, εντυπωσιακός είναι ο σ. των Ινδιάνων της Αμερικής, οι οποίοι χρησιμοποιούν και πολλά φτερά, βάφουν τα δόντια τους και ζωγραφίζουν με παραστάσεις το σώμα τους. Στολισμός πολεμιστή της φυλής Ντάνι της Νέας Γουινέας.
* * *
ο, ΝΜΑ [στολίζω]
νεοελλ.
καλλωπισμός, διακόσμηση (α. «στολισμός τών οδών με σημαίες» β. «χριστουγεννιάτικος στολισμός»)
μσν.-αρχ.
1. ένδυση, το να ντύνει κανείς κάποιον με επίσημα ή καλοδιαλεγμένα ενδύματα και κοσμήματα («πρὸς στολισμὸν τῶν θεῶν», επιγρ.)
2. ενδυμασία (α. «περιβέβλημαι στολισμὸν κατακρίσεως καὶ σκότους», Μηναί.
β. «στολισμός ἀνδρός», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στολισμός — equipping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμός — ο 1. διακόσμηση. 2. στολίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολισμοῖς — στολισμός equipping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμοί — στολισμός equipping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμοῦ — στολισμός equipping masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμούς — στολισμός equipping masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμέ — στολισμός equipping masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμῶν — στολισμός equipping masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμῷ — στολισμός equipping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολισμόν — στολισμός equipping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”